- Μολώχ
- Ονομα που λαθεμένα θεωρείται ότι υποδηλώνει μια θεότητα, ενώ προέρχεται από τη φοινικική λέξη μολκ, η οποία σήμαινε τις ανθρωποθυσίες, τις οποίες πρόσφεραν οι Καρχηδόνιοι στον θεό Βάαλ Αμών και στη θεά Τάνιτ, υπέρτατο ζευγάρι των θεοτήτων της Καρχηδόνας, που μπορούν να ταυτιστούν με τις πανσημιτικές θεότητες Ελ και Ελάτ. Ανάμεσα στα ερείπια της Καρχηδόνας, στην τοποθεσία Σαλαμπό, βρέθηκε εκτεταμένη εγκατάσταση, όπου τοποθετούσαν κάλπες που περιείχαν οστά βρεφών, πάνω στις οποίες υπήρχαν στήλες με επιγραφές, αφιερωμένες στις δύο θεότητες Ελ και Ελάτ. Αρχαιολογικά ίχνη παρόμοιων εγκαταστάσεων, που είχαν όπως φαίνεται τον ίδιο σκοπό, βρέθηκαν και στη συροπαλαιστινιακή περιοχή. Στη βάση των τελετουργιών αυτών, που εισήγαγαν οι Φοίνικες άποικοι, οι ιδρυτές της Καρχηδόνας, υπήρχε η αντίληψη ότι το θυσιαζόμενο θύμα φορτωνόταν τα αμαρτήματα και την ενοχή αυτών και των συγγενών τους που πρόσφεραν τη θυσία.
* * *και Μολόχ, ο1. αρχαίος θεός τών Αμμωνιτών και τών Μωαβιτών, στον οποίο προσφέρονταν ανθρώπινα θύματα και ιδίως παιδιά2. μτφ. θεός τής ωμότητας, τής ανθρωποσφαγής και τής απανθρωπιάς («θυσιάστηκαν χιλιάδες άνθρωποι στον Μολώχ τού πολέμου»).[ΕΤΥΜΟΛ. < φοινικ. mōlek «βασιλιάς»].
Dictionary of Greek. 2013.